- συνῶ
- σύνειμι 1sumpres subj act 1st sg (attic epic doric)συνίημιbringaor subj act 1st sgσυνίημιbringaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… … Dictionary of Greek
πισύνω — πῑσύνω , πίσυνος trusting on masc/fem/neut nom/voc/acc dual πῑσύνω , πίσυνος trusting on masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сино́ним — а, м. Слово, тождественное или очень близкое по своему значению другому слову, например: «смелый» и «храбрый», «труд» и «работа», «гореть», «пылать» и «полыхать». || Тождественное понятие. Когда мы молоды, то поэтизируем и боготворим тех, в кого… … Малый академический словарь
ευθεία — Στη στοιχειώδη γεωμετρία η έννοια ε. είναι έννοια αρχική (δεν ορίζεται). Την έννοια της ε. σχηματίζουμε, αν τεντώσουμε ένα λεπτό νήμα· όσο το νήμα αυτό είναι πιο λεπτό, τόσο η μορφή του μας κάνει vα αντιληφθούμε πληρέστερα αυτό που λέμε ε. Στη… … Dictionary of Greek